οργανογένεια

οργανογένεια
η
βλ. οργανογένεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οργανογένεση — και οργανογένεια, η βιολ. κύρια φάση τής εμβρυογένεσης, που αποτελεί σειρά συστηματικών διαδικασιών ενοποίησης οι οποίες μετατρέπουν μια άμορφη μάζα κυττάρων τού αναπτυσσόμενου εμβρύου σε πλήρες όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”